- χαροκαίομαι
- (αόρ. χαροκάηκα) потерять (многих) близких
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαροκαίομαι — και χαροκαίγομαι χαροκάηκα, χαροκαμένος, η, ο, καίγομαι (μτφ.) από το Χάρο, χάνω αγαπητά μου πρόσωπα, μου τα παίρνει ο Χάρος: Δεν πρέπει ν αδικήσεις τη χαροκαμένη μάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαροκαίομαι — και χαροκαίγομαι Ν (συν. στην μτχ. παθ. παρακμ.) χαροκαμένος και χαροκαημένος, η, ο αυτός που έχει δοκιμαστεί από τον θάνατο αγαπημένων του προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος + καί(γ)ομαι] … Dictionary of Greek
χαροκαμένος — και χαροκαημένος, η, ο, Ν βλ. χαροκαίομαι … Dictionary of Greek